- στηριγμάτων
- στήριγμαsupportneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
σκανδάλη — η, ΝΑ, και σκαντάλη Ν, και σκανδάλα Α νεοελλ. 1. μικρός σιδερένιος μοχλός που αποτελεί το κύριο εξωτερικό εξάρτημα τού πυροδοτικού μηχανισμού τών πυροβόλων όπλων και ο οποίος, καθώς έλκεται με το δάχτυλο, επιτρέπει την προώθηση τού επικρουστήρα,… … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
ζευκτό — Κατασκευή από ξύλο, από σίδερο ή μεικτή, η οποία προορίζεται για τη στήριξη αμφικλινούς στέγης ενός οικοδομήματος. Η αρχαιότερη μορφή ζ. είναι ένα απλό τρίγωνο από ξύλινες δοκούς, στο οποίο οι δύο επικλινείς στηρίζουν τον σκελετό της στέγης, ενώ… … Dictionary of Greek
μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, γραμμές ή δίκτυα — Κοινή ονομασία για τα έργα με τα οποία επιτυγχάνεται η μ. της ενέργειας από τον τόπο παραγωγής στον τόπο κατανάλωσης. Διακρίνονται σε εναέριες γραμμές, εκείνες δηλαδή που κατασκευάζονται υπεράνω του εδάφους και υποβαστάζονται από κατάλληλα… … Dictionary of Greek
Στολίπιν, Πιοτρ Αρκάντιεβιτς — Ρώσος πολιτικός (1862 – 1911). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Αρχικά εργάστηκε στο υπουργείο Εξωτερικών. Διετέλεσε διαδοχικά κυβερνήτης του κυβερνείου Γκρόντνο και του κυβερνείου Σαράτοφ. Επαινέθηκε από τον αυτοκράτορα Νικόλαο B’,… … Dictionary of Greek